καθαπτος

καθαπτος
    καθαπτός
    κᾰθαπτός
    3
    (adj. verb. к καθάπτω См. καθαπτω)
    1) снабженный, вооружившийся
    

(θύρσοισι Eur.)

    2) одетый, окутанный
    

(νεβρῶν δοραῖς Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καθαπτος" в других словарях:

  • καθαπτός — καθαπτός, ή, όν (Α) [καθάπτω] 1. εφοδιασμένος με κάτι, εξοπλισμένος ή ντυμένος με κάτι 2. φρ. «καθαπτὸν ὄργανον» όργανο που κρούεται με το χέρι, όπως το τύμπανο κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • καθαπτός — bound with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαπτόν — καθαπτός bound with masc acc sg καθαπτός bound with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαπτοῖς — καθαπτός bound with masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαπτά — καθαπτά̱ , καθαπτής masc nom/voc/acc dual καθαπτής masc voc sg καθαπτής masc nom sg (epic) καθαπτός bound with neut nom/voc/acc pl καθαπτά̱ , καθαπτός bound with fem nom/voc/acc dual καθαπτά̱ , καθαπτός bound with fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαπτῶν — καθαπτής masc gen pl καθαπτός bound with fem gen pl καθαπτός bound with masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»